ενημερότητα

ενημερότητα
η
1. το να είναι κάποιος ενήμερος: Έχει ενημερότητα στις ειδήσεις.
2. η πλήρης ή επαρκής γνώση θέματος, επιστημονικού ιδίως.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενημερότητα — η 1. η γνώση τών καθημερινών γεγονότων («ενημερότητα ειδήσεων») 2. πλήρης γνώση ενός ζητήματος, θέματος, ιδίως επιστημονικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 σε έγγραφα τού υπουργείου Οικονομικών] …   Dictionary of Greek

  • ενημέρωση — η [ενημερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ενημερώνω*, η πλήρης γνώση ενός θέματος, ο κατατοπισμός, η ενημερότητα …   Dictionary of Greek

  • Καβαφάκης — Επώνυμο δύο αδελφών δημοσιογράφων. 1. Ανδρέας (Αϊδίνι Μικράς Ασίας 1870 – 1922). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και αργότερα στο Παρίσι. Άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα στο Κάιρο, όπου συνεργάστηκε με τις ελληνικές εφημερίδες Φως και …   Dictionary of Greek

  • Λεγκράν, Εμίλ — (Émile Legrand, Φοντενέ λε Μαρμιόν 1841 – Παρίσι 1903). Γάλλος νεοελληνιστής. Η οικογένειά του τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, ωστόσο ο ίδιος εγκατέλειψε τον εκκλησιαστικό βίο το 1866. Τα δύο επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”